- ἀδικοχρήματος
- ἀδῐκο-χρήματος, ον,A with ill-gotten wealth, Crates Com.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικοχρήματος — ἀδικοχρήματος, ον (Α) αυτός που έχει αποκτήσει χρήματα με άδικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + χρήματα] … Dictionary of Greek
ἀδικοχρήματος — with ill gotten wealth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικοχρημάτους — ἀδικοχρήματος with ill gotten wealth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)